γόβα

γόβα
η , γόβάκι τό
1) туф ля-лодочка; 2) уст. туфля, пантуфля

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "γόβα" в других словарях:

  • γόβα — η γυναικείο υπόδημα, ανοιχτό επάνω ώστε να καλύπτει μόνο το μετατάρσιο, με τακούνι, χωρίς κορδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) goba] …   Dictionary of Greek

  • γόβα — η (λ. βενετ.), είδος γυναικείου παπουτσιού: Φορούσε κοντή φούστα και ψηλοτάκουνες γόβες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοβάκι — το 1. λεπτοφτιαγμένη γόβα 2. γόβα …   Dictionary of Greek

  • Фунтас, Йоргос — Йоргос Фунтас Γιώργος Φούντας Дата рождения: 1924 год(1924) Дата смерти: 28 октября 2010( …   Википедия

  • γοβάκι — το μικρή γόβα: Ο πρίγκιπας φόρεσε το γοβάκι στο πόδι της Σταχτοπούτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»